- συνάλειμμα
- τὸ, Α [συναλείφω]φαρμακευτική αλοιφή («τὰ σώματα τονοῡμεν διὰ συναλειμμάτων θερμοτέρων», Σωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναλειμμάτων — συνάλειμμα salve neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλείμμασι — συνάλειμμα salve neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλείμματι — συνάλειμμα salve neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)